βραχυγνώμων

βραχυγνώμων
βρᾰχῠ-γνώμων, ον, gen. ονος,
A of small understanding, X. Eq.Mag.4.18 ([comp] Comp.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βραχυγνώμων — βραχυγνώμων, ο (Α) ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη] …   Dictionary of Greek

  • βραχυγνώμων — of small understanding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυγνωμονέστερα — βραχυγνώμων of small understanding adverbial comp βραχυγνώμων of small understanding neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”